συγκεφαλαιωτική

συγκεφαλαιωτική
συγκεφαλαιωτικός
summing up
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συγκεφαλαιωτικός — ή, ό / συγκεφαλαιωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συγκεφαλαιῶ] ο σχετικός με τη συγκεφαλαίωση ή αυτός που συγκεφαλαιώνει, συνοπτικός («ἡ ῥηθεῑσα προέκθεσις ὀκτὼ ῥαψῳδιῶν συγκεφαλαιωτική», Ευστ.). επίρρ... συγκεφαλαιωτικώς και συγκεφαλαιωτικά με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”